-
1 παρ-άγω
παρ-άγω (s. ἄγω), daneben, zur Seite führen, vorbeilenken; χῶρον, um eine Gegend herumführen, Her. 4, 158, l. d.; anders lenken, verändern, μοίρας, 1, 91; νόμους ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 550 d; – vorbeimarschiren lassen, εἰς τὰ πλάγια παραγαγών, rechts und links aufmarschiren lassen, Xen. An. 3, 4, 14. 21. 4, 3, 26 Cyr. 2, 3, 31; bes. falsch leiten, verlocken, verführen, βροτὸν εἰς ἀρκύστατα, Aesch. Pers. 98; τούτους ἐξεπίσταμαι καλῶς παρηγμένους μισϑοῖσιν εἰργάσϑαι τάδε, Soph. Ant. 294; τῷ φόβῳ παρηγόμην, O. R. 974, Schol. ἠπατώμην; vgl. Pind. P. 11, 25; σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύϑοις, N. 7, 23; νόον εἰς ἀναιδίην, Archil. 1; von Rednern sagt Plat. Phaedr. 252 d ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληϑὲς προςπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας; vgl. Dem. Lpt. 132 u. Wolf dazu; ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῠ λόγου παραγαγεῖν, Lycurg. 32; Thuc. 2, 38; μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσϑε, laßt euch nicht verleiten, 2, 64; ψεύδεσι, Plat. Rep. II, 383 b; Dem. 20, 98 u. öfter, u. Sp.; τοὺς νόμους παράγων, verdrehend, Isae. 11, 26; – wegführen, Soph. El. 844; in παράγειν ἔσω, Her. 5, 20, liegt das Heimliche. – Einführen, παράγεται εἴσω στέγας, Soph. El. 1383; εἰς τὸ μέσον, Plat. Legg. IV, 713 b; vgl. Her. 3, 129; Thuc. 5, 45; εἰς τὸν δῆμον, Lys. 13, 32; Dem. 18, 170; τὸν Χαίρωνα παρήγαγεν εἰς κρίσιν, Pol. 25, 8, 7; πρός τινα, 8, 20, 9; τοὺς ἀνϑρώπους εἰς βίον παράγειν, Luc. Caucas. 11; Sp. Bes. auch von den Komikern, in einem Stück auftreten lassen, einführen, Ath. III, 117 d VI, 230 b u. öfter; τὸ ὕδωρ ὀρύγμασιν εἰς τὸ πεδίον, hinleiten, ableiten, Plut. Camill. 4; bei den Gramm. auch ableiten, ein Wort von einem andern; mit der Nebenbdtg des Falschen, Ἀμοῠν, ὃ ἡμεῖς παράγοντες Ἄμμωνα λέγομεν, Plut. de Is. et Os. 9; vgl. Plat. Crat. 398 d 400 c; – ϑρίαμβον, einen Triumphzug halten, App. B. C. 2, 101; – τὸν χρόνον, die Zeit hinbringen, hinziehen, Plut. Fab. Max. 5 u. öfter; τὴν πρᾶξιν, D. Sic. 18, 65, verschieben, wie Plut. Rom. 23; ähnlich παραγαγὼν ἄχρι τοῦ τόκου τὴν ἄνϑρωπον, Lyc. 3. – Intrans., bes. vorbeimarschiren, Pol. 5, 18, 4 u. öfter; vgl. die oben aus Xen. angeführte Stelle; vorübergehen, N. T. u. a. Sp.
-
2 πολυχρονια
-
3 κίβδηλος
κίβδηλ-ος, ον,A adulterated, base, esp. of coin,χρυσοῦ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου Thgn.119
, cf. E.Med. 516;στατῆρες κ. IG22.1388.61
;κ. λόγος τοῦ τόκου Pl.R. 507a
; τιμαί, opp. ἀληθεῖς, Id.Lg. 728d; ἐν δὲ κιβδήλῳ τόδε this may prove false, E.El. 550; τὸ σὰν κίβδαλον spurious, Pi.Dith.2.3;ἱμάτιον ἐκ δύο ὑφασμένον κ. LXX Le.19.19
.II metaph., fraudulent, dishonest, opp. ἀληθής, of men, Thgn.117; κίβδηλον (cj. - λοι).. ἦθος ἔχοντες Id.965
; ; κ. καὶ ἀπατεών, κ. καὶ ἀγαθοφανέες, Democr.63, 82; ; of oracles, etc., deceitful, Hdt.1.66,75,5.91, Max.Tyr.28.3 ([comp] Sup.); of women,κ. ἀνθρώποις κακόν E.Hipp. 616
;κ. ἐπιτηδεύματα Pl.Lg. 918a
. (Poll.7.99 cites [full] κίβδος, = dross or alloy of gold; Sch.Ar.Av. 158 expl. κιβδηλία as the dross of silver; Hsch. also cites [full] κίβδης, = κακοῦργος, <κά> πηλος, xeirote/xnhs, and Poll. [full] κίβδωνες (v.l. κιβδῶνες Phot.), = μεταλλεῖς, miners.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίβδηλος
-
4 τόκος
A childbirth, parturition, of women, Il.19.119, h.Cer. 101, IG42(1).121.15,17 (Epid., iv B. C.), Herophil. ap. Sor.2.53; of animals, Il.17.5;πλὴν ὅταν τ. παρῇ S.Fr. 477
;ποιεῖσθαι τὸν τ. Arist. HA 542a25
, etc.: pl.,τόκοισί τε ἀγόνοις γυναικῶν S.OT26
, cf. 173 (lyr.), E.Med. 1031, etc.b the time of parturition,ὁ τ. τῆς γυναικός Hdt.1.111
; period of gestation,ἐνιαύσιος ὁ τ. Arist. GA 777b13
.c ἡ φύσις τοῦ παιδίου τοῦ ἐν τόκῳ in the foetal stage, Hp.Nat.Puer.tit. (as cited in Mul.1.1).II offspring, of men or animals, , cf. 15.141; of an eagle,ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε Od.15.175
;μήλων τ. E. Cyc. 162
; Οἰδίπον τ. his son, A.Th. 372, cf. 407, etc. (but also, daughter,θεὰ γεγῶσα καὶ θεοῦ πατρὸς τ. E.Andr. [1254]
); fry of fish, Arist. HA 543a4; litter of pigs,πασῶν τῶν συῶν ἀπὸ τόκου χοῖρον λαμβάνειν X. Lac.15.5
.2 metaph., produce of money lent, hence interest (cf. S.Fr. 477 (punningly), Sophr. 35, Pl.R. 555e, Arist.Pol. 1258b5), Pi.O.10(11).9, etc.; τ. ἐπίτριτος, v. h. v.; τ. πεντώβολος interest at 5 obols per month on the mina, IG 11(2).146 B 17 (Delos, iv B. C.); τ. πεντεκαιδέκατος, i. e. 100/15 = 6 2/3 %, SIG672.23 (Delph., ii B. C.); sg. and pl., IG12.324.5, Ar.Nu.18,20, 34, etc.; τόκους ἀποδοῦναι ib. 739, etc.;κομίζεσθαι Pl.
l. c., PEnteux. 32.13 (iii B. C.);λαμβάνειν ἀπό τινος Is.8.35
;ἀπολαμβάνειν Lys.17.3
;δανείζειν ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg. 742c
;ὀφείλειν ἐπὶ τόκῳ Isoc.17.7
; compound interest,Ar.
Nu. 1156;τόκος τόκου Thphr.Char.10.10
;τῶν τόκων ἔχων τόκους Men.870
:—Ar. plays on the double meaning of the word, Th. 843 sq.; so also Pl.R. 507a, Plu.2.433e.3 metaph., interest, [γῄδιον] ὅτι λάβοι σπέρμα.. δικαίως ἀπεδίδου αὐτό τε καὶ τόκον X.Cyr.8.3.38
, cf. Philem.231, 88.10;οἱ δ' εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιούμενοι, οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Men.235.9
; offspring,ἢ τίκτων λόγους ἢ τὸν ἑτέρων τόκον λαμβάνων Lib.Or.12.94
; bringing forth, ib. 17.38. -
5 επί
(επ;εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:(γεν.) επί
της γης — на земле;επί της οδρύ — на улице;
επί της τραπέζης — на столе;
επ' ώμου на плече;εφ' αμάξης в экипаже;επί τόπου — на месте;
επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;
κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;
(αιτιατ.)
επί πάσαν την γήν — по всей земле;επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;
2) (при обознач, времени):(γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;
επ' εσχατων недавно;εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;
επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;
επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;
(αϊτιατ.)
η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);
επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);
επ' άπειρον до бесконечности;3) (в отношении, что касается):(γεν.) επί τού θέματος — на тему;
επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;
επί του προκειμένου — по этому делу;
επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;
(αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;
(δοτ.)
φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);
διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;
II με γεν., δοτ.1) (при обознач, главенства, руководства, власти):(γεν.) επί κεφαλής — во главе;
ο επί κεφαλής — глава;
ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;
ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;
ο επί των τελετών — церемонимейстер;
(*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;2) (при обознач, прибавки, добавления):(*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;
επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;
III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;
παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;
§ επί ξυρού ακμής — в критическом положении;
επί τέλους — наконец;
επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;
IV με αϊτιατ.1) (при обознач, направления, цели):επί δεξιά — направо;
επ' αριστερά налево;επί σκοπόν — по цели;
βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;
ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;
η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);
2) (при обознач, степени):επ' ελάχιστον в наименьшей степени;επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;
3) (при умножении):τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;
V με δοτ.1) (при обознач, повода, обстоятельства):επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;
επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;
2) (при обознач, цели):επί τω σκοπώ — с целью;
τούτω — для этого;επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;
επ' ωφελεία в пользу;επί αγαθώ — на благо;
επί ζημία — в ущерб;
επί κακώ — назло;
3) (в отношении родства):γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);
4) (при обознач, условия, образа действия):επί τώ όρω — при условии;
επί τόκου — под проценты;
επ' αμοιβή за вознаграждение;επί μισθώ — за плату;
επί αποδείξει — под расписку;
επ' ενεχύρω под залог;επί ισοις όροις — на равных условиях;
επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;
επ' ονόματί μου на моё имя;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
επί λέξει — слово в слово; — буквально;
επ' αυτοφώρω с поличным;επί εγγυήσει — на поруки;
§ επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;
παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;VI (в наречных выражениях):επί πολύ — долгое время;
επ' ολίγον короткое время;επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;
επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше
-
6 τόκος
τόκος, ὁ, 1) das Gebären; Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον, Il. 19, 119; h. Cer. 101; auch von Thieren, Il. 17, 5 (vgl. Xen. oec. 7, 341; πλὴν ὅταν τόκος παρῇ, Soph. frg. 424; οὔτε τόκοισιν ἰηΐων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες, O. R. 173, vgl. 26; πρὸ μέλλοντος τόκου, Eur. El. 626; οὐ σὲ μήτηρ ἐν τόκοισι σοῖσι ϑαρσυνεῖ, Alc. 319, u. öfter; Ar. Th. 845 Lys. 742;. Plat. Soph. 242 d u. A. – 2) das Geborene, das Junge, übh. Nachkommenschaft; πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε, Vorfahren und Nachkommenschaft, od. Geschlecht und Abkunft, Il. 7, 128, vgl. 15, 141; auch vom Adler, ἐλϑὼν ἐξ ὄρεος, ὅϑι οἱ γενεή τε τόκος τε, Od. 15, 175; Οἰδίπου τόκος, der Sohn des Oedipus, Aesch. Spt. 354. 389, u. öfter, wie Soph. u. Eur.; selten in Prosa, ὁ τόκος τῆς γυναικός, Her. 1, 111; von Thieren, Arist. H. A. 5, 9. – 3) Uebertr., der Gewinn von ausgeliehenem Gelde, Zins, Wucher; Pind. Ol. 11, 9; Ar. Nub. 18. 20 u. öfter; δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Plat. Legg. V, 742 c; u. wo die Uebertragung recht einleuchtet, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, von Kapital und Zinsen, Rep. VIII, 555 e; τόκους ἀπολαμβάνειν, Lys. 17, 3; oft bei Rednern, τόκον ὃς ἔτυχεν ἐν Σηστῷ ὢν ἐπόγδοον, Dem. 50, 17, vgl. 53, 13, d. i. ἐπ' ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου, monatlich von einer Mine, = 600 Obolen, 8 Obolen Zins, nach unserer Weise zu rechnen 16 pCt.; andere Zinsfüße sind ἐπίτριτος, ἐπίπεμπτος, ἐπιδέκατος, Arist. rhet. 3, 10, d. i. 6, 10, 20 pCt. Vgl. ἔγγειος, ναυτικός. – Auch Ertrag des Ackers, Xen. Cyr. 8, 3, 38.
-
7 ἐν-εχυράζω
ἐν-εχυράζω, von Einem ein Pfand zur Sicherheit nehmen; ἡ φύσις ἐνεχυράζει τοῠ μὲν ὄψιν, τοῠ δἑ ἀκοήν Plat. Ax. 367 b, sie nimmt als Pfand dem Einen sein Gesicht, dem Andern sein Gehör; τὰς οὐσίας τῶν ὑπευϑύνων Aesch. 3, 21; übh. auspfänden, Dem. 21, 10 u. öfter; διάκονον 24, 179, als Pfand wegnehmen; Sp., wie LXX.; pass., ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα, ich werde ausgepfändet, mein Vermögen wird mir als Pfand weggenommen, Ar. Nubb. 241; – verpfänden, τὰς οἰκίας D. Hal. 6, 29. – Im med., sich von Einem ein Pfand geben lassen, ἐνεχυράσονται τόκου, für den Zins, Ar. Nubb. 35, vgl. Eccl. 567.
-
8 ἐνεχυράζω
A- άσω D.47.79
(but ):— take a pledge from one, τινός Lexap.D.21.10: metaph.,ἡ φύσις ἐ. τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δὲ ἀκοήν Pl.Ax. 367b
.2 c. acc. rei, take in pledge, D.24.197;ἐ. ὁ νόμος τὰς οὐσίας τῶν ὑπευθύνων Aeschin.3.21
, cf. LXXDe. 24.6, al., D.H.6.29, PPetr.3pp.56,69: abs., Plb.6.37.8 ( ἐνεχυριάζων codd.):—[voice] Pass., τὰ χρήματα ἐνεχυράζομαι I have my goods seized for debt, Ar.Nu. 241:—[voice] Med., have security given one, take it for oneself, τόκου for interest, ib.35; seize as a pledge, Id.Ec. 567.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεχυράζω
-
9 ἐνεχυράζω
ἐν-εχυράζω, von einem ein Pfand zur Sicherheit nehmen; ἡ φύσις ἐνεχυράζει τοῠ μὲν ὄψιν, τοῠ δἑ ἀκοήν, sie nimmt als Pfand dem einen sein Gesicht, dem Andern sein Gehör; übh. auspfänden; διάκονον, als Pfand wegnehmen; pass., ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα, ich werde ausgepfändet, mein Vermögen wird mir als Pfand weggenommen; verpfänden, τὰς οἰκίας; sich von einem ein Pfand geben lassen, ἐνεχυράσονται τόκου, für den Zins
См. также в других словарях:
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek
Κέινς, Τζον Μέιναρντ — (John Maynard Keynes, Κέιμπριτζ 1883 – Φερλ, Σάσεξ 1946). Άγγλος οικονομολόγος. Μέλος της βρετανικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη των Βερσαλιών, παραιτήθηκε για να γράψει ένα έργο, στο οποίο υποστήριζε πως ήταν αδύνατον να λειτουργήσει το σύστημα… … Dictionary of Greek
ανατοκισμός — ο η προσθήκη του τόκου στο κεφάλαιο και το τόκισμά του, η κεφαλαιοποίηση του τόκου: Ο ανατοκισμός είναι ευνοϊκός για τον καταθέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
Κάσελ, Καρλ Γκούσταβ — (Karl Gustav Cassel, 1866 – 1945). Σουηδός οικονομολόγος. Σπούδασε μαθηματικά και οικονομικές επιστήμες στη Γερμανία και στην Αγγλία και μετά την επιστροφή του στη Σουηδία δίδαξε πολιτική οικονομία στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Ο Κ. είναι… … Dictionary of Greek
Μιντ, Τζέιμς — (James Meade, Μπαθ 1907 – 1995). Άγγλος οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά, φιλοσοφία και πολιτική, στο Κολέγιο Όριελ της Οξφόρδης και, στη συνέχεια, πραγματοποίησε μεταπτυχιακό στα οικονομικά στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Στο Κολέγιο… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
ενεχυροδανειστήριο — Ονομασία με την οποία δηλώνονται παραδοσιακά οι θεσμοί, οι οποίοι έχουν προορισμό την ανάπτυξη πιστωτικής δραστηριότητας με ενέχυρο, προς όφελος των φτωχότερων τάξεων. Η ίδρυση ε. προωθήθηκε, για φιλανθρωπικούς σκοπούς, από τους φραγκισκανούς… … Dictionary of Greek